Ορισμός
Κοινή ονομασία δυο ποικιλιών του είδους Apium graveolens του γένους Σέλινον (Apium) με προέλευση από την Ευρασία.
Πρόκειται για διετές αρωματικό φυτό ύψους 30 έως 80 εκατοστά. Έχει έμμισχα φύλλα και λευκά άνθη. Το σημερινό σέλινο, διαφέρει κατά πολύ από τον αρχαίο προκάτοχό του που είχε λιγότερα κοτσάνια και περισσότερα φύλλα. Το φυτό σήμερα έχει στο κέντρο του τρυφερά κοτσάνια που είναι γνωστά ως η «καρδιά» του φυτού, ενώ τα υπόλοιπα κοτσάνια του είναι τραγανιστά.
Για να ευδοκιμήσει χρειάζεται άφθονη ηλιοφάνεια και υγρό, πλούσιο σε οργανική ύλη έδαφος. Το καλοκαίρι, χρειάζεται μερική σκίαση, ενώ το χειμώνα μπορεί να καταστραφεί από το δριμύ ψύχος. Ο πολλαπλασιασμός του γίνεται με σπόρο τον Απρίλιο και το Μάιο.
Το φυτό έχει βαρύ και έντονο άρωμα που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο του, το οποίο περιέχεται σ’ όλα τα μέρη του, κυρίως όμως στα σπέρματά του. Αυτό το έλαιο προσδίδει στο σέλινο τονωτικές, ορεκτικές και χωνευτικές ιδιότητες. Το φυτό αποτελεί πλούσια πηγή σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου, φωσφόρου και βιταμινών Α, Β1, B2, B6 και C.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Σπόροι, βλαστοί, φύλλα, ρίζες.
Χρώμα
Καφέ (σπόροι), πράσινο ανοιχτό (βλαστοί και φύλλα), λευκό (ρίζες).
Ιστορία
Το «σέλινο το βαρύοσμον» με διαφορετική ωστόσο μορφή από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, καλλιεργείται για τουλάχιστον 3000 χρόνια. Γνωρίζουμε ότι το φυτό είχε μεγάλη σημασία για τους Αιγύπτιους που μάζευαν άγριο σέλινο από διάφορες παραθαλάσσιες ελώδεις εκτάσεις, στις οποίες φύτρωνε. Στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών βρέθηκαν απομεινάρια σέλινου, γεγονός που είναι ενδεικτικό της σπουδαιότητάς του εκείνη την εποχή.
Στην αρχαία Ελλάδα το φυτό, σύμβολο της νίκης, δοξάστηκε πολύ. Στους αθλητικούς αγώνες στη Νεμέα έφτιαχναν στεφάνια από σέλινο και στεφάνωναν με αυτά τους νικητές. Το παράδειγμα των Νεμέων ακολούθησαν τα Ίσθμια, στα οποία αντικατέστησαν τα στεφάνια από κουκουνάρια με στεφάνια από σέλινο. Στα Ίσθμια δημιουργούσαν στεφάνια από ξερό σέλινο, ενώ στα Νέμεα από χλωρό.
Το φυτό έδωσε ακόμα το όνομά του σε μία ολόκληρη ελληνική πόλη στη Σικελία, στο Σελινούντα. Η ελληνική αυτή αποικία που ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ ονομάστηκε έτσι επειδή φύτρωνε άφθονο άγριο σέλινο εκεί. Προς τιμή του φυτού κόπηκε νόμισμα επάνω στο οποίο ήταν χαραγμένο ένα φύλλο σέλινου, το σύμβολο της πόλης.
Παράλληλα, στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστές και οι θεραπευτικές του ιδιότητες. Πίστευαν ότι έχει αντιμεθυστικές ιδιότητες και γι’ αυτό στεφανώνονταν με σέλινο προκειμένου να μην μεθάνε. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, το σέλινο ηρεμεί το νευρικό σύστημα. Το φυτό αναφέρεται και από τον Όμηρο. Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας γιατρεύει τα άλογά του με σέλινο και στην Οδύσσεια η σπηλιά της Καλυψώς περιβάλλεται από βιολέτες και άγριο σέλινο.
Προέλευση
Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Ασία (Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία), ΗΠΑ, Λατινική Αμερική και Νέα Ζηλανδία.
Γεύση
Δυνατή αρωματική και σχετικά πικρή γεύση. Η γεύση των σπόρων του φυτού μοιάζει με αυτή του μάραθου και του γλυκάνισου.
Χρήσεις
Χρησιμοποιήστε το στη παραδοσιακή φασολάδα και σε διάφορες σούπες (ψαρόσουπα, κοτόσουπα, χορτόσουπα κλπ). Ψιλοκομμένο μαζί με καρότο και μαραθόριζα αποτελεί συστατικό σε πολλές σαλάτες, ενώ δένει αρμονικά και με τις πατάτες και με διάφορα είδη κρεάτων.
Συνδυασμοί
Ταιριάζει με το
μαϊντανό και τα φύλλα
κόλιανδρου. Οι σελινόσποροι συνδυάζονται με
μπαχάρι,
φύλλα δάφνης,
τσίλι,
πάπρικα,
κανέλα, κάρβι,
κόλιανδρο, μαραθόσπορους,
τζίντζερ και
πιπέρι.