Ορισμός
Πολυετές φυτό που ανήκει στο γένος curcuma και στην οικογένεια των Ζιγγιβερίδων με προέλευση από τη Νότια Ασία και την Πολυνησία. Το φυτό με την επιστημονική ονομασία Curcuma longa αποκαλείται αλλιώς «Ινδικό σαφράν» λόγω του χαρακτηριστικού κίτρινου χρώματός του που μοιάζει με αυτό του σαφράν. Επειδή είναι οικονομικότερο από αυτό, ο κουρκουμάς πολλές φορές χρησιμοποιείται ως υποκατάστατό του.
Το φυτό έχει ριζώματα που μοιάζουν με δάχτυλα και φύεται σε περιοχές με ζεστό και υγρό κλίμα. Μπορεί ωστόσο αν βρίσκεται σε κλειστό χώρο να αντέξει και χαμηλότερες θερμοκρασίες, κάτω των 18 βαθμών Κελσίου.
Ο κουρκουμάς χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό, φάρμακο, χρωστική και καλλυντικό. Στην Ασία, οι γυναίκες βάφουν το δέρμα τους με χρυσαφένιο μείγμα κουρκουμά διαλυμένου σε νερό, ενώ οι Ινδουιστές στις θρησκευτικές τους τελετές βάφουν με αυτό τους ιερούς τους χιτώνες.
Το κίτρινο χρώμα του οφείλεται σε μία φυσική χρωστική ουσία του, την κουρκουμίνη που έχει ευεργετική για τον ανθρώπινο οργανισμό δράση. Ωστόσο, παρόλο που έχει αναγνωρισθεί ως θαυματουργό φυτό η συχνή του κατανάλωση αντενδείκνυται γιατί μπορεί να προκαλέσει ευαισθησία ή έλκος στο στομάχι.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Ρίζες.
Χρώμα
Εκτυφλωτικό πορτοκαλοκίτρινο.
Ιστορία
Την αξία αυτού του θαυματουργού φυτού είχαν αναγνωρίσει οι αρχαίοι λαοί που το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο και ως χρωστική ουσία. Ο κουρκουμάς αναφέρεται για πρώτη φορά το 6000 π.Χ σε ιερό κείμενο των Ινδουιστών, όπου θεωρείται ότι μπορεί να θεραπεύσει τον ίκτερο. Κατά το 600 π.Χ αναφέρεται η χρήση του από τους Ασσύριους που το χρησιμοποιούσαν ως χρωστική ουσία στην παρασκευή μπαχαρικών. Στον Ειρηνικό Ωκεανό, οι αρχαίοι Χαβανέζοι το χρησιμοποιούσαν για την πρόληψη και θεραπεία των μολύνσεων, καθώς και για τα γαστρεντερικά έλκη. Το φυτό ήταν γνωστό και στην αρχαία Ελλάδα και αναφέρεται από το Διοσκουρίδη.
Την περίοδο που αρχίζουν οι μεγάλες ανακαλύψεις, το 13ο αιώνα, ο Μάρκο Πόλο αναφέρει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κίνα, ότι ο κουρκουμάς μοιάζει με το σαφράν στο χρώμα και το άρωμα, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν είναι σαφράν.
Στην Ευρώπη μέχρι τον 20ο αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές φυτό. Δεν το χρησιμοποιούσαν ως καρύκευμα ή ως φάρμακο, αλλά δημιουργούσαν από αυτό βαφές και χαρτί. Έφτιαχναν χαρτί γιατί ήδη από το 1870 είχαν ανακαλύψει ότι ο κουρκουμάς αποκτά καφεκόκκινο χρώμα όταν εκτίθεται σε αλκαλικά και με το χαρτί από κουρκουμά ήλεγχαν την αλκαλικότητα. Ενδιαφέρον για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, αρχίζει να εκδηλώνεται μόλις το 1920 στη Γερμανία, όπου ξεκινάει οργανωμένη επιστημονική έρευνα. Τη δεκαετία του 1980 συνιστάται για την τόνωση του συκωτιού και την ομαλή λειτουργία της εμμήνου ρύσεως και τη δεκαετία του 1990 αναγνωρίζεται επισήμως από κορυφαίους επιστήμονες η ευεργετική του δράση. Μία νέα εποχή αρχίζει για το θαυματουργό φυτό με το υπέροχο φωτεινό χρώμα.
Προέλευση
Ασία (Ινδία, Κίνα, Μαλαισία), Αυστραλία, Λατινική Αμερική και Αφρική.
Γεύση
Ως μπαχαρικό έχει θερμή, πικρή και ελαφρώς στυφή γεύση που θυμίζει τζίντζερ. Η φρέσκια ρίζα του έχει γλυκόπικρη γεύση που μοιάζει με αυτή του καρυδιού.
Χρήσεις
Ταιριάζει στο κοτόπουλο, κρέας, ψάρι, θαλασσινά, λαχανικά, αυγά, σούπες και dressings για σαλάτες. Δοκιμάστε το στα noodles και το ρύζι και βάλτε μικρές Ασιατικές πινελιές στο καθημερινό σας γεύμα.
Συνδυασμοί
Συνδυάζεται με
κανέλα,
γαρίφαλο,
μπαχάρι, κάρβι,
κάρδαμο,
τσίλι,
πάπρικα, φύλλα και σπόρους
κόλιανδρου, μαραθόσπορους, σπόρους τριγωνέλλας, σινάπι,
τζίντζερ, λεμονόχορτο,
μαϊντανό και
σκόρδο.