Ορισμός
Η κάππαρη ή καππαριά ανήκει στην οικογένεια των Καππαριδών (Capparaceae) με πιθανή προέλευση τις Μεσογειακές χώρες ή τις άγονες περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας. Πρόκειται για πολυετή θάμνο ύψους που φτάνει το 1μέτρο, ο οποίος συνήθως φυτρώνει σε πετρώδη ή άγονα εδάφη κοντά στη θάλασσα. Μπορεί ωστόσο να εμφανιστεί ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη των πόλεων όπως σε πεζοδρόμια και σχισμές τοίχων. Το φυτό ανθίζει το Μάιο βγάζοντας λευκά άνθη που έχουν πολύ μικρή διάρκεια ζωής, μαραίνονται το βράδυ της ίδιας μέρας που εμφανίζονται. Ο φλοιός της ρίζας και τα μπουμπούκια της κάππαρης καταναλώνονται ως ρόφημα, ενώ στη μαγειρική χρησιμοποιούνται οι καρποί, τα μπουμπούκια και οι βλαστοί.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Τα κλειστά μπουμπούκια των λουλουδιών, οι καρποί και οι βλαστοί.
Χρώμα
Πράσινο.
Ιστορία
Η έναρξη χρήσης της κάππαρης τοποθετείται χρονολογικά στο 2.700 π.Χ, καθώς αναφέρεται στο Σουμεριακό έπος του Γκιλγκαμές. Οι αρχαίοι Έλληνες την έτρωγαν μόνη της, με ξίδι ή την έβαζαν σε διάφορα φαγητά. Ο Διοσκουρίδης υποστήριζε ότι η ρίζα και τα φύλλα της κάππαρης μπορούν να εξαφανίσουν τα πρηξίματα. Για την κάππαρη έχουν μιλήσει ακόμα ο Θεόφραστος, ο Αθήναιος και ο Ρωμαίος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος.
Προέλευση
Ευρώπη (Ελλάδα, Κύπρος, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία), Αφρική (Αίγυπτος, Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία), Ασία (Αφγανιστάν, Ιράν, Ινδία) και ΗΠΑ.
Γεύση
Γλυκιά, ζεστή και αρωματική.
Χρήσεις
Με την κάππαρη γίνονται σάλτσες, αρωματίζεται το λάδι, ξίδι ή το βούτυρο. Προστίθεται σε τυριά, γαρνιτούρες και γίνεται τουρσί και πίκλες. Δίνει ιδιαίτερη γεύση στην πίτσα, τις σαλάτες και το ψάρι.
Συνδυασμοί
Συνδυάζεται με
γλυκάνισο,
φύλλα δάφνης, άνηθο,
σκόρδο,
μαϊντανό και
εστραγκόν.