Ορισμός
Πολυετές ποώδες φυτό της οικογένειας Lamiaceae, ενδημικό της Κρήτης. Πρόκειται για ημιξυλώδη θάμνο ύψους 30 έως 40 εκ. με χνουδωτά γκριζοπράσινα φύλλα και βιολετί άνθη. Φύεται στις σχισμές των βράχων (χασμόφυτο), σε χαράδρες και φαράγγια, σε υψόμετρο που φτάνει τα 1500μ.
Η ονομασία δίκταμνος πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις λέξεις «Θάμνος» και «Δίκτη», δηλαδή ο θάμνος του Κρητικού όρους Δίκτη. Είναι γνωστό και με άλλα ονόματα όπως έρωντας και Ηρακλειώτικη ρίγανη. Λέγεται ότι ονομάστηκε έρωντας γιατί οι ερωτευμένοι νέοι σκαρφάλωναν στα δύσβατα βουνά της Κρήτης για να κόψουν δίκταμο, το οποίο πρόσφεραν στις κοπέλες ως ένδειξη αγάπης και έρωτα.
Η συλλογή του φυτού για εμπορική χρήση γινόταν από τους «ερωντάδες» που σκαρφάλωναν πάνω στους απόκρημνους βράχους των βουνών της Κρήτης προκειμένου να μαζέψουν το δυσεύρετο αυτό φυτό. Η αναρρίχηση ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και είχαν προκληθεί ατυχήματα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι λόγω της τεράστιας ζήτησης για δίκταμο μειώθηκαν πάρα πολύ οι άγριοι πληθυσμοί, οδήγησαν στην έναρξη της συστηματικής καλλιέργειας δίκταμου στο νησί στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σήμερα, ο άγριος δίκταμος θεωρείται απειλούμενο είδος και προστατεύεται από τη συνθήκη της Βέρνης.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Φύλλα.
Χρώμα
Γκριζοπράσινο (φύλλα).
Ιστορία
Ο Δίκταμνος ή αλλιώς το Δίκταμνον, όπως ήταν γνωστό το φυτό στην αρχαιότητα έκανε από πολύ νωρίς την εμφάνισή του στον ελλαδικό χώρο.
Σπέρματα δίκταμου έχουν βρεθεί στο Μινωικό παλάτι της Κνωσού και στο μυκηναϊκό παλάτι στην Πύλο αποδεικνύοντας ότι ήταν γνωστό τόσο στη Μινωική Κρήτη όσο και στις Μυκήνες. Στη Μινωική Κρήτη, ο δίκταμος συσχετιζόταν με τη Δίκτιννα ή Δίκτυννα, μια θεά των Μινωιτών που έμοιαζε αρκετά στη θεά Άρτεμη.
Εκτός από τη Δίκτυννα, ήταν αφιερωμένο και στην ίδια τη θεά Άρτεμη, της οποίας το άγαλμα ήταν στεφανωμένο με δίκταμο. Προς τιμήν της λεγόταν Αρτεμίδιον. Ίσως να σχετίζεται με την Άρτεμη, επειδή η θεά βοηθούσε στο δύσκολο τοκετό, όπως ακριβώς και το φυτό.
Με το δίκταμο είναι συνδεδεμένοι πολλοί μύθοι και θρύλοι, όπου παίρνει βιβλικές διαστάσεις. Έλεγαν ότι το χάρισε στην Κρήτη ο Δίας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το νησί, στο οποίο γεννήθηκε. Έλεγαν ακόμα ότι τα ζώα που ήταν πληγωμένα από βέλος καρφωμένο στο σώμα τους, έτρωγαν δίκταμο και το βέλος έπεφτε από το πληγωμένο σώμα τους. Την ιστορία αυτή επαναλαμβάνει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι» όπου λέει ότι τα πληγωμένα αγριοκάτσικα της Κρήτης τρώνε δίκταμο και αποβάλλουν τα βέλη.
Ο Θεόφραστος μας λέει ότι είναι ενδημικό της Κρήτης και ότι δεν υπάρχει σε αφθονία διότι το βόσκουν οι κατσίκες, ενώ ο πατέρας της Ιατρικής, Ιπποκράτης μιλάει για τις θεραπευτικές ιδιότητες του δίκταμου. Στο έργο του «Περί Γυναικείας Φύσεως» αναφέρει ότι επιταχύνει τον τοκετό και ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορα γυναικολογικά προβλήματα. Το συνιστούσε ακόμα για παθήσεις της χοληδόχου κύστης, πεπτικές και στομαχικές διαταραχές, ρευματισμούς, αρθρίτιδες, ως τονωτικό, σε καταπλάσματα για πληγές, για την τακτοποίηση της εμμήνου ρύσεως και το δύσκολο τοκετό.
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Βιργίλιος επαναλαμβάνει στην «Αινειάδα» το θρύλο για τα αγριοκάτσικα που ήταν διαδεδομένος στην Ελλάδα. Αναφέρει ότι όταν ο Αινείας τραυματίστηκε από βέλος, η μητέρα του, η Θεά Αφροδίτη, μάζεψε από την Κρήτη δίκταμο, το φυτό που ζητάει το αγριοκάτσικο, όταν πληγωθεί από το γρήγορο βέλος του κυνηγού.Τέλος, για το φυτό μιλούν οι Ρωμαίοι Κικέρωνας και Πλίνιος.
Προέλευση
Ελλάδα (Κρήτη).
Γεύση
Εξαιρετικά δυνατή αρωματική γεύση.
Χρήσεις
Τα χνουδωτά φύλλα του φυτού βράζονται και καταναλώνονται σαν θερμαντικό τσάι και στη μαγειρική ενισχύουν μοναδικά το κρέας.
Συνδυασμοί
Σε πολλές κρητικές συνταγές συνδυάζεται με
δενδρολίβανο και
ρίγανη, ενώ παράλληλα το άρωμά και η γεύση του δένουν με αυτή του
μαϊντανού και το
θυμαριού.