Ορισμός
Θάμνος ύψους 1-1,5 μέτρου που ανήκει στην οικογένεια Verbenaceae με προέλευση από τη Λατινική Αμερική. Έχει μακριά ανοιχτοπράσινα φύλλα από τα οποία αναδύεται το δυνατό λεμονάτο άρωμα της. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο εμφανίζονται στα φύλλα της μικρά λευκά ή μοβ ανθάκια. Για να ευδοκιμήσει χρειάζεται υψηλή θερμοκρασία, πλήρη ηλιοφάνεια και εύφορο έδαφος με αρκετή υγρασία. Σε περιοχές με ψυχρό κλίμα γίνεται φυλλοβόλο.
Το αρωματικό έλαιο της χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία καλλυντικών και αρωμάτων χαρίζοντας το πλούσιο άρωμά του σε οδοντόκρεμες, σαπούνια και σαμπουάν.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Φύλλα.
Χρώμα
Ανοιχτό πράσινο.
Ιστορία
Η λουίζα διαδόθηκε στην Ευρώπη μόλις τον 17ο αιώνα από τους Ισπανούς κατακτητές, οι οποίοι την πήραν από τον τόπο προέλευσής της, την Αργεντινή και τη Χιλή, και την έφεραν στην Ευρώπη. Της έδωσαν το όνομα «λουίζα» από το όνομα της Βασίλισσας Μαρίας Λουίζας της Πάρμα (1751–1819), της συζύγου του Βασιλιά Κάρολου του IV της Ισπανίας.
Τη Βικτωριανή περίοδο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι γυναίκες έβαζαν φύλλα λουίζας στα μαντήλια τους προκειμένου να δροσιστούν από το λεμονάτο άρωμα της λουίζας.
Προέλευση
Ευρώπη (Γαλλία, Ελλάδα), Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Βόρεια Αφρική.
Γεύση
Έντονη, φρέσκια γεύση λεμονιού.
Χρήσεις
Χρησιμοποιείται κυρίως σε σούπες αλλά και για τη δημιουργία δροσιστικών ροφημάτων. Δίνει ακόμα άρωμα και λεμονάτη γεύση στο ψάρι, το κοτόπουλο, τις μαρινάδες και τα ντρέσινγκς των σαλατών. Μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί στα κέικ και στα muffins, στις φρουτοσαλάτες, στις κρέμες και στο σπιτικό παγωτό. Στη Μεξικάνικη κουζίνα, τα φύλλα της λουίζας σωτάρονται και σερβίρονται σαν λαχανικό.
Συνδυασμοί
Συνδυάζεται με
κάρδαμο,
κανέλα και
τζίντζερ.