Ορισμός
Το παίρνουμε από ένα αειθαλές, τροπικό δέντρο με πατρίδα τα νησιά Banda της Ινδονησίας. Η μοσχοκαρυδιά είναι ένα ψηλό δέντρο ύψους 7-10 μέτρα, το οποίο έχει γυαλιστερά φύλλα. Χρειάζεται 15 χρόνια για να ωριμάσει πλήρως και παράγει καρπούς για 40 χρόνια. Έχει κιτρινωπούς καρπούς που μοιάζουν με βερίκοκα. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται όταν ωριμάσουν. Απομακρύνεται η εξωτερική φλούδα του καρπού, η λευκή σάρκα και το πορτοκαλοκόκκινο δαντελωτό περίβλημα που είναι γνωστό ως «ανθός του μοσχοκάρυδου» ή «μασίς» (mace). Στη συνέχεια, οι σπόροι, οι οποίοι καλύπτονται από ένα καστανόμαυρο, σκληρό κέλυφος, αποξηραίνονται για 6-8 εβδομάδες μέχρι ο πυρήνας, δηλαδή το μοσχοκάρυδο, να κροταλίσει ενώ βρίσκεται μέσα στο κέλυφός του. Όταν συμβεί αυτό σπάει το κέλυφος και απομακρύνεται το μοσχοκάρυδο που είναι έτοιμο για χρήση. Χρησιμοποιείται πολύ στην Ευρώπη όπου ενισχύει μοναδικά πλήθος εδεσμάτων από τη Γαλλική μπεσαμέλ και τα ραγκού μέχρι το Σκανδιναβικό κρασί glogg, στο οποίο χαρίζει το ζεστό άρωμά του. Οι Άραβες το χρησιμοποιούν σε πιάτα με αρνίσιο κρέας και στη Βόρεια Αφρική αποτελεί συστατικό στο περίφημο Μαροκινό μίγμα μπαχαρικών Ras el hanout.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Ο πυρήνας του σπόρου.
Χρώμα
Απαλό καφετί.
Ιστορία
Οι πρώτες ιστορικές γραπτές αναφορές που υπάρχουν είναι από το Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο και τοποθετούνται χρονικά στον 1ο αιώνα. Οι Ινδοί το χρησιμοποιούσαν για πυρετό, κακή αναπνοή και πονοκεφάλους και οι Άραβες ως αφροδισιακό και για τη θεραπεία του στομάχου.
Το μοσχοκάρυδο ήρθε στην υπόλοιπη Ευρώπη το Μεσαίωνα από τους Άραβες διαμέσου της Βενετίας. Ήταν εξαιρετικά ακριβό μπαχαρικό. Ενδεικτικό της πολύ υψηλής τιμής του είναι το γεγονός ότι την περίοδο αυτή κάποιοι απατεώνες πλούτιζαν πουλώντας ψεύτικες απομιμήσεις μοσχοκάρυδου στο δρόμο.
Η ιστορία του μοσχοκάρυδου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή του νησιού Run που ήταν κύρια πηγή μοσχοκάρυδου. Στα τέλη του 1400 οι Πορτογάλοι έφτασαν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και πήραν τον έλεγχο του εμπορίου μοσχοκάρυδου. Κατάφεραν να ρίξουν τις τιμές και να υπερισχύσουν στον ανταγωνισμό, διότι μείωσαν το κόστος του μοσχοκάρυδου. Μετά τη διάνοιξη θαλάσσιων οδών κόστιζε πολύ λιγότερο η μεταφορά μπαχαρικών από τη θάλασσα παρά από την ξηρά.
Κύρια περιοχή τροφοδοσίας μοσχοκάρυδου ήταν το Νησί Run, το οποίο πέρασε στα χέρια των Ολλανδών. Το εν λόγω νησί αποτέλεσε μήλο της έριδος για την Ολλανδία και την Αγγλία και κατέστη η αιτία των πολέμων μεταξύ των δύο χωρών. Όταν απέκτησαν οι Βρετανοί τον έλεγχου του νησιού Run, άρχισαν να φυτεύουν μοσχοκαρυδιές στη Γρενάδα και τη Ζανζιβάρη. Κατά αυτό τον τρόπο, αυξήθηκε η παραγωγή μοσχοκάρυδου παγκοσμίως και μειώθηκε η τιμή του.
Προέλευση
Ασία (Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Σρι Λάνκα), Νέα Γουινέα και Γρενάδα ή όπως αλλιώς καλείται «το Νησί του Μοσχοκάρυδου». Παρόλο που η Γρενάδα ήταν στο παρελθόν μία πολύ σημαντική πηγή μοσχοκάρυδου, τα τελευταία χρόνια μειώθηκε κατακόρυφα η παραγωγή της εξαιτίας του τυφώνα Ιβάν που το 2004 κατέστρεψε πολύ μεγάλο μέρος των μοσχοκαρυδιών.
Γεύση
Πλούσια, ζεστή, αρωματική γεύση.
Χρήσεις
Ταιριάζει σε γλυκές παρασκευές όπως σε πουτίγκες, μπισκότα αλλά και σε πιάτα με πατάτες, καρότα και σελινόριζα. Είναι ιδανικό μπαχαρικό για το σπανάκι, γιατί ισορροπεί τη μεταλλική του γεύση. Επίσης είναι απαραίτητο συστατικό στην μπεσαμέλ, τον πουρέ πατάτας, σε σάλτσες, τυριά, τυρόπιτες και γενικότερα πιάτα που περιέχουν γαλακτοκομικά.
Συνδυασμοί
Συνδυάζεται άψογα με
μπαχάρι,
κανέλα,
γαρίφαλο,
κόλιανδρο (σπόροι) και
τζίντζερ.