Ορισμός
Είναι το έμβλημα της Ελληνικής και γενικότερα της Μεσογειακής κουζίνας. Η αρχαιοελληνική της ονομασία «Ορίγανον» ή «Ορίγανος» προέρχεται από τις λέξεις «όρος» δηλαδή «βουνό» και «γάνυμαι» που σημαίνει «χαίρομαι» γιατί το αρωματικό αυτό βότανο αγαπάει τις ορεινές περιοχές, στις οποίες και ευδοκιμεί.
Πρόκειται για έναν πολυετή, χαμηλό θάμνο που ανήκει στην οικογένεια της μέντας και αυτοφύεται στη Μεσόγειο και τη Δυτική Ασία. Ο θάμνος αυτός έχει φύλλα πιο στρογγυλά από αυτά της μαντζουράνας και μπορεί να φτάσει τα 60 εκατοστά ύψος. Φυτρώνει στα πετρώδη και ηλιόλουστα μέρη της Μεσογείου και ανθίζει στην καρδιά του καλοκαιριού, εμφανίζοντας μικροσκοπικά λευκά ανθάκια.
Η γεύση και σε μικρότερο βαθμό η εμφάνιση των διαφόρων ποικιλιών ρίγανης διαμορφώνονται από τις κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής στην οποία φύονται. Έτσι, την αρωματική ρίγανη που θα συναντήσουμε στην Ελληνική φύση, είναι πολύ δύσκολο να τη βρούμε σε χώρες του εξωτερικού.
Στην Ελληνική κουζίνα είναι ένα από τα πλέον αγαπητά βότανα και χρησιμοποιείται παντού, από τη χωριάτικη σαλάτα και το λαδολέμονο μέχρι τα ψητά ψάρια και τα σουβλάκια. Οι Ιταλοί την λατρεύουν σε σάλτσες για ζυμαρικά και στην πίτσα, ενώ στο Μεξικό είναι συστατικό σε πιάτα με φασόλια, tacos και burritos.
Χρησιμοποιούμενα μέρη
Φύλλα, άνθη.
Χρώμα
Πράσινο (φύλλα), λευκό (άνθη).
Ιστορία
Ήταν τόσο σημαντική για τους αρχαίους Έλληνες που ενσωματώθηκε στην ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με την οποία το βότανο δημιούργησε η Θεά Αφροδίτη για να κάνει πιο ευτυχισμένη τη ζωή του ανθρώπου. Οι νεόνυμφοι στεφανώνονταν με στεφάνια ρίγανης για να είναι ευτυχισμένοι στη νέα τους ζωή. Την καλλιεργούσαν ακόμη στους τάφους για να είναι ήρεμα και γαλήνια τα πνεύματα των νεκρών.
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι είχαν από τότε κιόλας ανακαλύψει τις ευεργετικές της ιδιότητες. Οι Αιγύπτιοι τη χρησιμοποιούσαν ως συντηρητικό και ως αντίδοτο για το δηλητήριο και οι Έλληνες ως φάρμακο για δερματικές παθήσεις και μολύνσεις και πολλές άλλες ασθένειες.
Στη συνέχεια, με την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, η αγάπη των Ελλήνων για τη ρίγανη εμφυσήθηκε και στους Ρωμαίους, οι οποίοι με τη σειρά τους τη διέδωσαν σε όλη την Ευρώπη και σε πολλές περιοχές της Βορείου Αφρικής, όπου χρησιμοποιούνταν για να αρωματίσει το κρέας, το ψάρι και το κρασί.
Κατά το Μεσαίωνα μασούσαν φύλλα ρίγανης για να θεραπεύσουν τη δυσπεψία, το ρευματισμό, τον πονόδοντο και για να καταστείλουν το βήχα.
Το 18ο αιώνα θεωρούνταν πολύ δυνατό αντιβηχικό και φάρμακο για το άσθμα. Οι Άγγλοι έβαζαν τη ρίγανη στο καπνό και την κάπνιζαν. Στην Αμερική δεν ήταν γνωστή μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν αυτοί που γνώρισαν και λάτρεψαν τη ρίγανη, όταν εισέβαλλαν στην Ιταλία το 1943 και έφεραν μαζί στην πατρίδα τους, την αγάπη τους για το θαυμάσιο αυτό βότανο.
Προέλευση
Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία, Αλβανία), Αφρική (Μαρόκο), Ασία (Τουρκία, Ισραήλ, Κίνα), ΗΠΑ, Κεντρική και Λατινική Αμερική (Περού).
Γεύση
Ζεστή, έντονη γεύση, ελαφρώς πικρή και πιπεράτη. Υπεύθυνες για τη γεύση της ρίγανης είναι οι φαινόλες καρβακρόλη και θυμόλη, οι οποίες υπάρχουν στο αιθέριο έλαιο του φυτού που είναι γνωστό ως οριγανέλαιο. Ακόμα, η γεύση του συγκεκριμένου βοτάνου διαμορφώνεται από τις εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής στην οποία φύεται.
Χρήσεις
Ταιριάζει με την πίτσα, τα ψητά κρέατα και ψάρια, τις ελιές, το ελαιόλαδο, το λαδολέμονο, τις πατάτες, τις σάλτσες ντομάτας και φυσικά την χωριάτικη σαλάτα!
Συνδυασμοί
Συνδυάστε τη με μπαχαρικά όπως
τσίλι,
πάπρικα,
πιπέρι, καθώς και με φυσικά μεσογειακά μίγματα όπως
σκορδοπίπερο,
λεμονοπίπερο και
πορτοκαλοπίπερο. Δένει άψογα με το
σκόρδο, ενώ παράλληλα συνδυάζεται και με βότανα όπως
μαντζουράνα,
θυμάρι, θρούμπι,
δενδρολίβανο και
βασιλικό.